Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

Σε κάθε κλίνη αντιστοιχεί ένας γιατρός...Tης Πεννυς Μπουλουτζά


Ποια είναι η χώρα της Ε.Ε. με τον μεγαλύτερο αριθμό καρδιολόγων και πνευμονολόγων σε σχέση με τον πληθυσμό της; Ποια ευρωπαϊκή χώρα διαθέτει περισσότερους ουρολόγους από ογκολόγους; Σε ποια χώρα η σχέση νοσοκομειακού γιατρού και κλινών είναι σχεδόν 1:1; Και ποια χώρα διαθέτει μόνον εννέα γηριάτρους, όταν σε 20 χρόνια από σήμερα εκτιμάται ότι το 25% του πληθυσμού της θα είναι άνω των 65 ετών; Η απάντηση απλή: H χώρα που γέννησε τον Ιπποκράτη και στην οποία, όπως όλα μαρτυρούν, το σύστημα Υγείας αναπτύχθηκε ανορθολογικά και εξελίχθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις εις βάρος του πολίτη.
Η Ελλάδα διαθέτει περίπου 72.000 γιατρούς – αριθμός διπλάσιος από τον μέσο όρο των χωρών-μελών της Ε.Ε.
Οι γιατροί είναι ανισομερώς κατανεμημένοι γεωγραφικά –με τα αστικά κέντρα να συγκεντρώνουν τον συντριπτικά μεγάλο αριθμό– αλλά και ως προς τις ειδικότητες. Ετσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (Ελληνική Στατιστική Αρχή) της Εurostat και του ΟΟΣΑ –που συγκέντρωσε η επίκουρη καθηγήτρια του Παν. Αθηνών κ. Δάφνη Καϊτελίδου, στο πλαίσιο της ανεξάρτητης Επιτροπής Ειδικών της Υγείας που συστήθηκε υπό την προεδρία του καθηγητή κ. Ηλία Μόσιαλου– η Ελλάδα έχει 3,4 φορές περισσότερους καρδιολόγους σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε., 2,6 φορές περισσότερους ουρολόγους, σχεδόν τριπλάσιο αριθμό πνευμονολόγων και δύο φορές περισσότερους παιδιάτρους.

Στον αντίποδα, ο αριθμός των γενικών γιατρών είναι μικρός, αφού αντιστοιχούν 16 γενικοί γιατροί για κάθε 100.000 κατοίκους, τη στιγμή που η σχετική αναλογία στην Ε. Ε. είναι 85:100.000! «Αρνητικό πρόσημο» παρατηρείται και σε ό, τι αφορά τους ογκολόγους (0,9 ανά 100.000 κατοίκους όταν στην Ε. Ε. είναι 2 ανά 100.000), ενώ για άλλη μία φορά αναδεικνύονται οι τεράστιες ελλείψεις νοσηλευτικού προσωπικού: 340 νοσηλευτές και μαίες ανά 100.000 πληθυσμού στην Ελλάδα – 860 στην Ε.Ε. κατά μέσο όρο.

Ο μεγάλος αριθμός των ειδικών δεν βοήθησε στην καλύτερη υγεία των Ελλήνων, αντίθετα συνοδεύθηκε με αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης. Μέσα σε μία 20ετία «κυλήσαμε» ως χώρα από την 4η στη 14η θέση όσον αφορά στο προσδόκιμο επιβίωσης, ενώ συχνά καταγράφονται αγωνιώδεις εκκλήσεις από τις τοπικές αρχές για ελλείψεις γιατρών. Παράλληλα, το 2008 ήμαστε μεταξύ των χωρών με την υψηλότερη κατά κεφαλήν φαρμακευτική δαπάνη σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ (668 δολάρια έναντι 449 δολαρίων ο μέσος όρος των χωρών-μελών του Οργανισμού).

Παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των γιατρών της χώρας μπορεί να συγκριθεί με τον πληθυσμό μιας πόλης σαν τα Γιάννενα, το ιατρικό επάγγελμα παραμένει ελκυστικό ως επαγγελματικός προσανατολισμός για τους νέους. Οπως είπε στην «Κ» ο αντιπρόεδρος του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας και πρόεδρος της Επιτροπής Εκπαίδευσης κ. Ιωάννης Δατσέρης, κάθε χρόνο «βγαίνουν» 1.250 νέοι γιατροί από τις Ιατρικές Σχολές. Οι πραγματικές θέσεις ειδικότητας είναι περίπου 9.000, ενώ για διάφορους λόγους οι υπηρετούντες ειδικευόμενοι ανέρχονται στους 10.200. Περίπου 9.000 - 10.000 είναι και οι νέοι γιατροί που αναμένουν αυτή τη στιγμή για ειδικότητα. Μόνο στην Αθήνα αναμένουν 5.763 νέοι γιατροί, στον Πειραιά 496 και στη Θεσσαλονίκη περίπου 2.230. Για τις περισσότερες ειδικότητες ο μέσος χρόνος αναμονής είναι τα 4 - 5 χρόνια, ωστόσο, υπάρχουν και παραδείγματα που η αναμονή ξεπερνάει τα 10 χρόνια!

Αλλάζει το μοντέλο
Για την αντιμετώπιση της στρεβλής αυτής κατάστασης το υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης θα προχωρήσει εντός του 2011 σε νομοθετική παρέμβαση για την αναδιάταξη όλου του εκπαιδευτικού μοντέλου της Ιατρικής από τη λήψη του πτυχίου και μετά. Σύμφωνα με τον κ. Δατσέρη, η διαδικασία που προβλέπεται προς το παρόν για τη σύσταση θέσεων ειδικευομένων είναι απλώς να αξιολογούνται και να εγκρίνονται από το Συμβούλιο τα σχετικά αιτήματα των εκπαιδευτικών μονάδων. Η διαδικασία εδώ και αρκετούς μήνες είναι υπό αναστολή, καθώς επίκειται η νομοθετική αλλαγή του τρόπου λήψης της ειδικότητας –ώστε αυτή να γίνεται και με βάση τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού– αλλά και η καθιέρωση ενός συστήματος συνεχιζόμενης ιατρικής εκπαίδευσης, απαραίτητου για την παροχή ποιοτικών υπηρεσιών Υγείας. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος, «κανονικά το 12,5% της ιατρικής γνώσης προέρχεται από την εκπαίδευση έως το πτυχίο, το 12,5% κατά τη λήψη της ειδικότητας και το 75% από τη συνεχιζόμενη ιατρική εκπαίδευση». Αυτή δεν αναπτύχθηκε ποτέ ουσιαστικά στη χώρα μας.