
Οι αποφάσεις για τη χώρα μας με την παροχή επιμήκυνσης στην αποπληρωμή του δανείου και την μείωση του επιτοκίου κατά μια μονάδα (έστω κι αν τελικά θα επικυρωθούν επίσημα τον Ιούνιο), προσφέρουν μια μικρή δημοσιονομική ελάφρυνση λόγω καταβολής λιγότερων τόκων ανά έτος, επιβαρύνουν όμως συνολικά το αποπληρωτέο ποσό. Το ύψος του χρέους παραμένει δυσβάσταχτο με τη διαχείριση του να παραπέμπεται επί της ουσίας για μετά το 2013. Ταυτόχρονα δεν προχωρούν οι υπερβάσεις χρόνιων αγκυλώσεων στο παραγωγικό μας μοντέλο (με νομοθετικές, φορολογικές κι ελεγκτικές παρεμβάσεις), ούτε βελτιώνεται η κρατική λειτουργία (με ουσιαστικό περιορισμό της δημόσιας σπατάλης κι άμεση ενεργοποίηση των φοροεισπρακτικών μηχανισμών).
Το ζήτημα πλέον δεν είναι μόνο το ότι επιφορτισθήκαμε με την ευθύνη να αποκομίσουμε ένα ποσό 50 δις ευρώ από τη διαχείριση της ακίνητης περιουσίας, που είναι προφανές ότι σε αυτό το οικονομικό κλίμα δεν μπορεί να επιτευχθεί τόσο σύντομα, χωρίς εκποίηση περιουσιακών στοιχείων σε υποτιμημένες τιμές. Είναι κυρίως η επιβεβαίωση ότι κατευθυνόμαστε ολοταχώς σε μια βίαιη αναδιάρθρωση του χρέους μετά το 2013, με συνέπεια τη συνέχιση του μνημονίου και την αποκοπή μας από τις αγορές για ακόμα μεγαλύτερο, απροσδιόριστο διάστημα.
Η υπόθεση της Πορτογαλίας θα έπρεπε να λειτουργήσει ως καταλύτης ριζικών αλλαγών στην αντίληψη των Ευρωπαίων αξιωματούχων για τη μορφή της αλληλεγγύης στο γενικότερο πρόβλημα χρέους, το μακροπρόθεσμο όραμα της Ε.Ε. και το νέο αναπτυξιακό πρότυπο που χρειάζεται για να ανταποκριθεί στις διεθνείς εξελίξεις (ανάδειξη ισχυρών νέων πόλων – Κίνα, Ινδία κλπ) και παραγωγικές αντιθέσεις των χωρών - μελών της. Δυστυχώς τα γεγονότα δεν επιβεβαιώνουν αυτή την τάση.
Είναι δεδομένο ότι οι αγορές δεν θα αντιδράσουν με επιείκεια στις συνεχιζόμενες αντιφάσεις, την έλλειψη κεντρικής επέμβασης για το δραστικό περιορισμό του χρέους, τη μονομερή μονεταριστική αντίληψη και φυσικά την πιεστική ανάμειξη των ιδιωτών σε πιθανή αναδιοργάνωση χρεών μετά το 2013. Ήδη τα spread όλων των χωρών του Νότου, με προεξέχουσα πλέον την Πορτογαλία, έχουν έντονες ανοδικές τάσεις.
Ιδιαίτερα η Ευρωζώνη δείχνει ότι δεν αντιλαμβάνεται πλήρως τις περιπέτειες στις οποίες οδηγείται. Λειτουργώντας αποκλειστικά «τιμωρητικά» στο επίπεδο του δανεισμού (ως άλλος «πληγωμένος» δανειστής), αντί να διευκολύνει, αποτελειώνει και τις τελευταίες ελπίδες ανάκαμψης των ασθενέστερων οικονομιών. Δεν επικεντρώνεται (εδώ και δεκαετίες κανονικά) έστω και τώρα, στην αναδιοργάνωση και τις αναγκαίες ανά περίπτωση μεταρρυθμίσεις και παρεμβάσεις που θα δώσουν πνοή ανάκαμψης (με πιθανή «τιμωρία» την περικοπή κονδυλίων), αλλά μετατρέπεται σε αποτυχημένο οικονομικό διαχειριστή που αδυνατεί να αποφασίσει ποια είναι τα ανεκτά όρια αλληλεγγύης και στήριξης.
Κι αυτό στην οικονομία πληρώνεται με εύκολα θύματα πάντα τους πολίτες. Όπως εύσχημα μας είπε κι ο Στρος-Καν, αργήσαμε και τώρα πληρώνουμε γι’ αυτό και κυρίως οι Έλληνες. Το πάθημα όμως δεν έγινα μάθημα και η χιονοστιβάδα που όλο και μεγεθύνει αγγίζοντας πλέον απειλητικά τα θεμέλια της Ε.Ε. δεν ανακόπτεται «αυτιστικές» αντιδράσεις.