Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

σκέψεις για την επέτειο της Εθνεγερσίας.. του Κων.Μίχου*

Στα χρόνια από τον 18ο αιώνα και μετά η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν γνωστή στην Δύση σαν ο "Μεγάλος Ασθενής". Η ονομασία αυτή προσπαθούσε να αποτυπώσει το φαινόμενο μιας διεφθαρμένης και παρηκαμασμένης σύνθετης κρατικής οντότητας, της οποίας το τέλος ήταν με ιστορικούς όρους ορατό, χωρίς κανείς να μπορεί να προδιαγράψει τί ήταν αυτό που θα την διαδεχόταν.
Την εποχή εκείνη εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ζούσαν κάτω από την κυριαρχία του Σουλτάνου πέρα από τους οθωμανικούς πληθυσμούς και πολυάριθμες και ετερόκλητες πληθυσμιακές ομάδες, οργανωμένες σε θρησκευτικές τάξεις (τα λεγόμενα μιλλιέτ)· μεταξύ αυτών, σημαντικότερο ήταν το ορθόδοξο μιλλιέτ, με επικεφαλής τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, το οποίο περιελάμβανε το σύνολο των ορθόδοξων πληθυσμών της Μικράς Ασίας και των Βαλκανίων, με οικονομικό και πολιτισμικό κορμό τους Έλληνες, στην ιστορική κληρονομιά των οποίων ανήκε ο
θεσμός του Πατριαρχείου, αλλά και η παράδοση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που ζούσε πάντα μέσα από τον μύθο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά.
Η επαύριο της Επανάστασης του 1821 και της ίδρυσης του Ελληνικού Βασιλείου βρήκε τους Έλληνες διασπασμένους εκατέρωθεν της γραμμής Αμβρακικού - Παγασητικού. Στο Ελληνικό Βασίλειο βρέθηκαν περίπου κάτι λιγότερο από ένα εκατομμύριο Έλληνες, την ίδια στιγμή που στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Βαλκανική και Μ. Ασία) ζούσαν ακόμη περισσότεροι από τέσσερα τουλάχιστον εκατομμύρια ορθόδοξοι Έλληνες.
Αυτός ήταν και ο λόγος που η Οθωμανική Αυτοκρατορία ζήτησε λυσσαλέα να ονομαστεί ο Όθωνας Βασιλιάς της Ελλάδας και όχι Βασιλιάς των Ελλήνων· πράγματι, ο Σουλτάνος είχε στην κυριαρχία του περισσότερους Έλληνες, από όσους ο Όθωνας. Κάποιοι, μάλιστα, από αυτούς, ιδίως οι ανήκοντες στην υψηλή κοινωνική και οικονομική τάξη, θεωρούσαν τον εαυτό τους οθωμανούς πολίτες και αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση το νεοελληνικό κράτος και οραματίζονταν την μετατροπή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε Ελληνική μέσα από έναν ειρηνικό μετασχηματισμό.
Στα τέλη των ένδοξων Βαλκανικών Πολέμων, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της εποχής, μετά και την προσάρτηση των Ιονίων Νήσων, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης και την ενσωμάτωση των πληθυσμών τους, η Ελλάδα είχε φθάσει να αριθμεί πληθυσμό 4,5 εκατομμυρίων περίπου.
Την ίδια εποχή, στην απέναντι όχθη του Αιγαίου, στην Μ. Ασία, ζούσαν ακμάζοντες περί τα 3 εκατομμύρια Έλληνες, ενώ ο μουσουλμανικός πληθυσμός στην μικρασιατική χερσόνησο μόλις ξεπερνούσε 10 εκατομμύρια, στα οποία περιλαμβάνονταν εκτός από τους Τούρκους και άλλες συμπαγείς εθνοτικές ομάδες, με κυριώτερη του Κούρδους.
Έτσι, λίγο πριν την Μικρασιατική Εκστρατεία οι Έλληνες και οι Τούρκοι αποτελούσαν δύο σχεδόν ισόρροπες πληθυσμιακά εθνοτικές ομάδες, με τους Τούρκους να υστερούν στην πορεία της εθνικής τους συγκρότησης, προσπαθώντας υπό συνθήκες κατάρρευσης να αναζητήσουν την τουρκική τους ταυτότητα έξω και πέρα από την οθωμανική παράδοση, την οποία δημιούργησαν σαν μειοψηφική αλλά κυρίαρχη πολεμικά ομάδα ανάμεσα σε πληθυσμούς πολιτισμικά και ιστορικά ανώτερους.
Το 1930, όταν πλέον είχε ολοκληρωθεί η ανταλλαγή των πληθυσμών, η νεογέννητη Τουρκική Δημοκρατία βρέθηκε να αριθμεί περίπου 13 εκατομμύρια κατοίκων, οι οποίοι πλέον έπρεπε να μάθουν να καθορίζονται ως Τούρκοι που ζούν σε ένα έθνος - κράτος, που δεν συγχωρούσε την διαφορετικότητα.
Αντίστοιχα, το Ελληνικό Κράτος, υποδεχόμενο το 1922 το εξαθλιωμένο πλήθος που ακολουθούσε τον Πλαστήρα, αφήνοντας πίσω εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και αιχμαλώτους, βρέθηκε να κατοικείται από περίπου 7 εκατομμύρια κατοίκους, οι οποίοι παραιτούμενοι από την εξωστρεφή και ευρεία παράδοση του "Ρωμέϊκου" άρχισαν να οικοδομούν μια ελλαδιτική εθνική αντίληψη μέσα στα οριστικά όρια του Ελληνικού Κράτους.
Τα δύο έθνη πήραν έκτοτε δυο διαφορετικούς και παράλληλους δρόμους, προσπαθώντας να γιατρέψουν τις πληγές τους, να αντιληφθούν το καθένα την νέα ιστορική του ταυτότητα και με βάση αυτή να προσδιορίσουν το μέλλον τους. Και για ογδόντα και πλέον χρόνια στέκονταν ο ένας απέναντι στον άλλον σε συνθήκες μιας ισορροπίας τρόμου.
Σήμερα, ωστόσο, σε μια νέα καμπή της παράλληλης ιστορίας τους, μετά από 80 χρόνια πολιτικής και στρατηγικής ισορροπίας, ο μεταξύ τους αγώνας κυριαρχίας δείχνει να αποκτά χαρακτηριστικά στρατηγικής και δομικής υπεροχής υπέρ της Τουρκίας· χαρακτηριστικά, που δεν σχετίζονται με πολεμικές ή πολιτικές επιτυχίες ή ιστορικές συγκυρίες, αλλά με τα δυναμικά μεγέθη του πληθυσμού, της οικονομίας και της ισχύος.
Σήμερα, οι Τούρκοι αποτελούν ένα κράτος 77 εκατομμυρίων κατοίκων, την στιγμή που ο δείκτης του ελληνικού πληθυσμού έχει παραμείνει σταματημένος στα 11 μέχρι 12 εκατομμύρια, στον οποίον περιλαμβάνονται πλέον και σημαντικές και συμπαγείς ομάδες αδιευκρίνιστων αλλοδαπών πληθυσμών.
Και την ίδια ώρα που η Ελλάδα δίνει (;) μάχη σωτηρίας της οικονομίας της, αναζητώντας μήνα με τον μήνα δανεικά για να καλύψει τις ανάγκες της, η Τουρκία μετέχει με αυτοπεποίθηση στο G-20, δηλαδή στο διεθνές όργανο των είκοσι ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη, διατηρώντας ρυθμούς ανάπτυξης μεταξύ 4 και 10% τον χρόνο.
Την στιγμή που συνολικά η ελληνική πολιτική ηγεσία δίνει μάχες οπισθοφυλακών, μια νέα δυναμική τουρκική ηγεσία συμπεριφέρεται με όρους περιφερειακής υπερδύναμης: ο Ερντογάν αισθάνεται ότι μπορεί να ταπεινώνει δημόσια τον Σιμόν Πέρες, χωρίς να φοβάται τίποτε και κανέναν και να απευθύνεται στους Τούρκους της Γερμανίας όπως ο Σάρλ ντε Γκώλ στους Γαλλόφωνους του Κεμπέκ.
Οι ελληνικές ομάδες στο μπάσκετ αγωνίζονται στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα που φέρει την ονομασία των τουρκικών αερογραμμών, τα ψυγεία και οι ηλεκτρικές συσκευές Beco διατίθενται στις ελληνικές αλυσίδες λιανικής σαν ελκυστικά προϊόντα, η Ζιραάτ Μπάνκ προσελκύει έλληνες δανειολήπτες, τα τούρκικα σήριαλ παίζονται στις καλύτερες ζώνες της τηλεόρασης και οι τουρκικές θαλαμηγοί ναυλοχούν κατά εκατοντάδες στα ελληνικά νησιά.
Βεβαίως, η πρόοδος του γείτονα δεν αποτελεί αναγκαίως δυσάρεστο γεγονός.
Όμως, το ελληνικό έθνος, ανάμεσα σε πολλές δύσκολες αποφάσεις που πρέπει αυτόν τον καιρό να πάρει, πρέπει και να αποφασίσει εάν αποδεχόμενο την διαφαινόμενη δραματική αλλαγή ισορροπιών απέναντι στην γειτονική Τουρκία σαν μια οριστική εξέλιξη, είναι έτοιμο να αποδεχθεί και την φινλανδοποίησή του, που αργά ή γρήγορα θα έρθει σαν επακόλουθο της στρατηγικής του υποβάθμισης απέναντι σε έναν ολοένα και πιό ισχυρό γείτονα, με τον οποίον τον συνδέει και τον χωρίζει ένας ιδιαίτερος ψυχισμός.
Όποιος απαντάει όχι στο ερώτημα αυτό, πρέπει να ξανασκεφτεί και τις απαντήσεις που έχει δώσει σε όλες τις υπόλοιπες ερωτήσεις των καιρών μας.
Καλή επέτειο της Εθνεγερσίας, με την υπενθύμιση ότι τις καλύτερες στιγμές του Έθνους δεν τις τιμούμε με παρελάσεις, αλλά με την προσπάθειά μας να ανταποκριθούμε στις ευθύνες των δικών μας καιρών.
*ΜΙΧΟΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ: ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ