Η υγεία και συνεπακόλουθα η οργάνωση του συστήματος παροχής υπηρεσιών υγείας αποτελεί ένα από τα βασικότερα ζητήματα που απασχολεί τις σύγχρονες κοινωνίες και αυτό προκύπτει διαχρονικά από πλήθος κοινωνικών ερευνών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε πρόσφατη έρευνα του ευρωβαρόμετρου, εν μέσω μιας πρωτόγνωρης οικονομικής κρίσης, οι Ευρωπαίοι πολίτες δήλωσαν ότι η υγεία τούς απασχολεί σχεδόν όσο και τα οικονομικά θέματα και η απασχόληση και απαιτούν περισσότερους πόρους στη χρηματοδότηση της δημόσιας υγείας και των αντίστοιχων υπηρεσιών. Κάθε σύστημα υγείας οφείλει να εξασφαλίζει στους πολίτες άμεση και ισότιμη πρόσβαση σε
υπηρεσίες ποιοτικές, κλινικά αποτελεσματικές και οικονομικά αποδοτικές. Ωστόσο, παρότι αυτονόητα, τα παραπάνω δεν είναι εύκολο να επιτευχθούν, καθότι ο τομέας της παροχής υπηρεσιών υγείας χαρακτηρίζεται από πολλές ιδιαιτερότητες και περιπλοκότητες στην οργάνωσή του. Η ζήτηση για υπηρεσίες υγείας και συνεπακόλουθα η δαπάνη για την υγεία αυξάνονται σημαντικά τα τελευταία κυρίως χρόνια εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού και της χρήσης καινοτόμας αλλά και ακριβής βιοϊατρικής τεχνολογίας.
Για να αντιμετωπιστούν τα παραπάνω, οι χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου προχώρησαν σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, κάτι το οποίο δεν έγινε στη χώρα μας. Πρόσφατη συγκριτική αξιολόγηση των συστημάτων υγείας των χωρών του ΟΟΣΑ ανέδειξε ότι η χώρα μας θα μπορούσε να μειώσει σημαντικά τη δαπάνη χωρίς να μειωθεί η ποιότητα και ποσότητα των υπηρεσιών, εάν ήταν εξίσου αποδοτικό το σύστημα με εκείνο των πιο αποδοτικών χωρών-μελών του οργανισμού.
Οι πηγές του προβλήματος στην Ελλάδα
Το σύστημα υγείας της χώρας μας είναι πολύ σύνθετο και περίπλοκο. Ουσιαστικά διαθέτουμε ταυτόχρονα τρία συστήματα υγείας, καθότι το ΕΣΥ συνυπάρχει με ένα μεγάλο και περίπλοκο δημόσιο ασφαλιστικό κλάδο και έναν από τους μεγαλύτερους αναλογικά ιδιωτικούς τομείς στις χώρες τους ΟΟΣΑ. Τα νοσοκομεία του ΕΣΥ χρηματοδοτούνται ταυτόχρονα από τη γενική φορολογία και τα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ πολλά από τα ταμεία είναι ταυτόχρονα χρηματοδότες-αγοραστές αλλά και παραγωγοί πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων υπηρεσιών, πρακτική που εγκαταλείπεται διεθνώς στην προσπάθεια να αποσπαστεί η χρηματοδότηση από την παραγωγή των υπηρεσιών. Αναφορικά με τα δημόσια νοσοκομεία, είναι γενικότερα γνωστό ότι δεν έχουν αυτοτέλεια, σύγχρονους οργανισμούς, δεν είναι μηχανογραφημένα και δεν εφαρμόζουν σύγχρονες μεθόδους λογιστικής και χρηματοοικονομικής διαχείρισης.
Εξοικονόμηση δαπανών
Κατά κύριο λόγο, η εξοικονόμηση προέρχεται από δύο τομείς. Ο ένας είναι ότι μειώθηκαν οι μισθοί στον δημόσιο τομέα, ειδικά στα δημόσια νοσοκομεία από εκεί υπήρξε μια εξοικονόμηση για το σύστημα υγείας. Και το άλλο μέτρο το οποίο απέδωσε ήταν η μείωση των τιμών των φαρμάκων. Η μείωση αυτή είχε σαν συνέπεια να εξοικονομήσουν τα ασφαλιστικά ταμεία κάπου 750 εκατ. ευρώ και να μειωθεί επίσης η φαρμακευτική δαπάνη στα νοσοκομεία κάπου 100-150 εκατομμύρια. Αλλά δεν μπορεί να επιτύχει η χώρα τη συγκράτηση της δαπάνης και την αύξηση της αποδοτικότητας μόνο μ' αυτά τα μέτρα.
Αλλαγές που πρέπει να γίνουν
Οι κυβερνήσεις, όταν θέλουν να μειώσουν άμεσα τη δαπάνη για την υγεία, επικεντρώνονται στο φάρμακο. Ωστόσο, το φάρμακο αφορά το 20% των συνολικών δαπανών, ενώ το 80% είναι η παροχή των υπηρεσιών κι αυτός πρέπει παράλληλα να είναι ο μεγάλος στόχος. Οταν μηχανογραφήσεις το σύστημα Υγείας, όταν ελέγξεις γιατί συνταγογραφούνται συγκεκριμένες εξετάσεις, γιατί γίνονται ορισμένες επεμβάσεις και τα συνδέσεις αυτά με το ιστορικό του ασθενούς, όταν μπορέσεις να εισαγάγεις μέσα στα μηχανογραφικά συστήματα διεθνή πρότυπα διαχείρισης των ασθενών, τα οποία θα βασίζονται σε κάθε χρονική στιγμή στη διεθνή εμπειρία και στην επιστημονική γνώση- μόνο μ' αυτούς τους τρόπους μπορείς να εξοικονομήσεις πόρους.
Λίστα φαρμάκων
Η λίστα, έτσι όπως έχει θεσμοθετηθεί αυτή τη στιγμή, προσομοιάζει με άλλες λίστες που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη (αυτά τα συστήματα ονομάζονται «Εσωτερικά Συστήματα Τιμών Αναφοράς»), ωστόσο έχει πάρα πολλές αδυναμίες και θα πρέπει να βελτιωθεί αν θέλουμε να εφαρμοστεί. Η χώρα μας κατάφερε, με ένα νέο σύστημα τιμολόγησης των φαρμάκων που έχει, να εξασφαλίσει από τις χαμηλότερες τιμές φαρμάκων στην Ευρώπη. Τώρα, προσπαθεί να τις μειώσει έμμεσα περαιτέρω αυτές τις τιμές, μέσα από τη λίστα. Εκεί πραγματικά χρειάζεται προσοχή, ούτως ώστε να μη μειώσει κανείς πάρα πολύ τις τιμές και στα πλαίσια αυτά δημιουργήσει αντικίνητρα για να έρχονται νέα φάρμακα στη χώρα.
Ναι μεν αυτή τη στιγμή η χώρα έχει άμεση ανάγκη από μείωση των δαπανών για την υγεία, αλλά ταυτόχρονα έχει και ανάγκη να προσφέρει στον Ελληνα πολίτη ποιοτικές υπηρεσίες και σ' ό,τι αφορά το φάρμακο να προσφέρει πρόσβαση σε νέα καινοτόμα φάρμακα. Για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει να υπάρξει στρατηγική. Τα φάρμακα δεν είναι όλα τα ίδια. Δεν μπορεί δηλαδή να τα βάλει όλα σε ένα καλάθι και να τα μεταχειριστεί με τον ίδιο τρόπο.
Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι δεν είναι τόσο οι τιμές των φαρμάκων που επηρεάζουν τη φαρμακευτική δαπάνη όσο είναι η ποσότητα και το μείγμα των φαρμάκων των φαρμάκων που καταναλώνουμε. Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτό, η πολιτική υγείας στον τομέα του φαρμάκου στη χώρα μας επικεντρώθηκε πάρα πολύ τους τελευταίους μήνες στις τιμές των φαρμακευτικών προϊόντων, ωστόσο, η πραγματική εξοικονόμηση αναμένεται να προέλθει από τον έλεγχο της ποσότητας των φαρμάκων και του μείγματος των φαρμάκων που καταναλώνουμε κι αυτό μπορεί να ελεγχθεί μέσα από την ηλεκτρονική συνταγογράφηση, σε συνδυασμό με την εφαρμογή, αυτών που λέμε «Κατευθυντήριων Οδηγιών Διαχείρισης των Ασθενών». Συνεπώς, η πολιτική τώρα, και η όλη πίεση από την πλευρά της διοίκησης του συστήματος Υγείας, πρέπει να επικεντρωθεί στη μηχανογράφηση του συστήματος.