Αμερικανοί επιστήμονες πιστεύουν ότι βρήκαν ένα τρόπο να εντοπίζουν ποιοί άνθρωποι θα αναπτύξουν διαβήτη τύπου 2, μ’ ένα νέο αιματολογικό διαγνωστικό τεστ. Το τεστ πιστεύεται ότι θα μπορεί στο μέλλον να ανιχνεύει το διαβήτη μέχρι και δέκα χρόνια πριν εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα, κάτι πολύ σημαντικό ως προς την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της νόσου.
Οι επιστήμονες της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Χάρβαρντ και του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης, με επικεφαλής τον Τόμας Γουάνγκ, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο ιατρικό περιοδικό Nature Medicine, σύμφωνα με τη βρετανική Independent, εστίασαν την προσοχή τους στις μεταβολές που παρατηρούνται σε μια ομάδα συγκεκριμένων χημικών μεταβολιτών (μορίων τα οποία εμπλέκονται στη διαδικασία του μεταβολισμού στο σώμα), που βρίσκονται στο αίμα και συσχετίζονται με την πάθηση, η οποία συνδέεται με τη διαταραχή της ορμόνης ινσουλίνης.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα υψηλά επίπεδα πέντε αμινοξέων, σε συγκεκριμένους συνδυασμούς μεταξύ τους, «δείχνουν» την εμφάνιση του διαβήτη. Όσοι έχουν τα υψηλότερα επίπεδα αυτών των αμινοξέων, έχουν τέσσερις έως πέντε φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν τη νόσο, σε σχέση με όσους έχουν τα χαμηλότερα επίπεδα. Οι επιστήμονες αισιοδοξούν ότι θα μπορέσουν να βασιστούν σε αυτούς τους νέους βιολογικούς δείκτες για να προβλέπουν πρόωρα την εκδήλωση της πάθησης.
Ο διαβήτης τύπου 2 πλήττει πολλά εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο και τα περιστατικά του πολλαπλασιάζονται με ταχύ ρυθμό, εξαιτίας διαφόρων παραγόντων, όπως η καθιστική ζωή, η κακή διατροφή, η παχυσαρκία κ.α. Η πάθηση μπορεί να μην διαγνωστεί για αρκετά χρόνια, με συνέπεια να γίνει αντιληπτή μόνο όταν προκαλέσει άλλες επιπλοκές στην υγεία.
Η ανάπτυξη ενός έγκαιρου διαγνωστικού τεστ θα επιτρέψει ακριβώς την ανίχνευση της νόσου πριν προλάβει να απορρυθμίσει τον οργανισμό, με πιθανές συνέπειες προβλήματα στην καρδιά, τα νεφρά, εγκεφαλικό, τύφλωση, ακρωτηριασμό κ.α.