«...κι έτσι του Αγίου Πατρικίου το βράδυ, εμείς οι Ιρλανδοί γιορτάζουμε το πένθος μας για τις ήττες μας».
(Από αμερικανικό σήριαλ)
Περπατώ λίγο στην Πόλη κι όμως όλο και πιο πολύ συναντιέμαι με ιστορίες ανθρώπων που απορούν, πάσχουν και δεν γελούν πια, φοβάμαι (Από αμερικανικό σήριαλ)
ότι αν περπατούσα περισσότερο, οι ιστορίες αυτές δεν θα με άφηναν να φθάσω σε κανέναν προορισμό, όπως το
μαγαζάκι που μαζεύονται οι φίλοι τις Παρασκευές ή στο ίδιο μου το σπίτι - πολλά σπίτια πια μαζεύουν μέσα τους την καταχνιά της αγοράς...
Μοιάζουμε σιγά σιγά όλο και πιο πολύ με το χαμένο Σύνταγμα των κηπουρών του βασιλιά...
Μια φορά κι έναν καιρό όταν ξέσπασε ο Μεγάλος Πόλεμος που αργότερα ονομάστηκε Α' Παγκόσμιος Πόλεμος η μαμά Αγγλία, που έως τότε διέθετε στρατό από τοπικά Συντάγματα επαγγελματιών κι
ολίγων κληρωτών, προχώρησε σε
γενική επιστράτευση και κάλεσε τα παιδιά των χωρικών και της εργατικής τάξης να πολεμήσουν υπέρ «βωμών κι εστιών»
(κατά το ναπολεόντειο προηγούμενο της μαζικής επιστράτευσης «υπέρ πατρίδος»), στην πραγματικότητα «για του αφέντη το φαΐ».
Πολύ ακριβό φαΐ -οι αφέντες πάντα ήταν και είναι αχόρταγοι για κρέας, όσον και τα κανόνια τους- όμως
αυτό είναι μια άλλη ιστορία· στη δική μας ιστορία, ως κατάλοιπο παλαιότερων εποχών, κάποιοι μεγαλοευγενείς είχαν ακόμα στις αρχές του 20ού αιώνα το δικαίωμα να οργανώνουν το δικό τους τοπικό Σύνταγμα, ανάμεσά τους βεβαίως και ο βασιλιάς.
Μάζεψε λοιπόν κι αυτός τους «δουλοπάροικους» του Οίκου του, δηλαδή κηπουρούς, ιπποκόμους λακέδες και όλους τους υπηρέτες, και
για να δώσει το καλό παράδειγμα, ως πατερούλης του έθνους εν καιρώ πολέμου, δεν τους κράτησε στα μετόπισθεν, αλλά τους έστειλε μαζί με όλους τους άλλους πληβείους για σκληρή εκπαίδευση πρώτα κι ύστερα τσιφ για το μέτωπο.
....................................
Νεόκοπο αλλά ετοιμοπόλεμο το Σύνταγμα των Κηπουρών του Βασιλιά στάλθηκε εν τέλει στην Καλλίπολη.
Ενα λαμπρό θέατρο του πολέμου, μια λαμπρή στρατιωτική επιχείρηση (στην ιδέα της οποίας είχε συμβάλει τα μέγιστα και ο Τσώρτσιλ), όπου οι Βρετανοί αγκιστρωμένοι μεν αλλά καθηλωμένοι στην παραλία της περιοχής, έδιναν την ευκαιρία στο Τουρκικό στράτευμα, καλά οχυρωμένο στους γύρω - γύρω λόφους, να αποδεκατίζει πρωί - μεσημέρι - απόγευμα κατά εκατόμβες τους δυστυχείς Αυστραλούς, Νεοζηλανδούς και Αγγλους στρατιώτες.
Στην κόλαση αυτή το Σύνταγμα των Κηπουρών του Βασιλιά πολέμησε επί μακρόν, άντεξε επί μακρόν, μοιράστηκε τις ίδιες απώλειες με τα άλλα Συντάγματα και ψήθηκε στη λάσπη, τον ιδρώτα, τα κόπρανα, την αγωνία και την τρέλα του θανάτου, ώσπου
μια μέρα με ομίχλη, νωρίς το πρωί το Σύνταγμα διατάχθηκε να προελάσει -«είχαν αφήσει ένα κενό μπροστά οι Τούρκοι» ανέφεραν οι πρόσκοποι- και ήταν ευκαιρία να δημιουργήσει το μέτωπο ένα κάποιο, ίσως και σωτήριο, βάθος προς τα μπρος.
Οντως το Σύνταγμα προέλασε.
Ολοι οι άλλοι συνάδελφοί τους είδαν τους Κηπουρούς του Βασιλιά να προχωρούν προς τα μπρος, ώσπου και του τελευταίου η πλάτη χάθηκε στην πυκνή πρωινή ομίχλη.
Δεν τους ξαναείδε ποτέ πια κανείς.
Ούτε έναν. Ζωντανόν ή νεκρόν.
Το Σύνταγμα των Κηπουρών χάθηκε μέσα στην ομίχλη.
Οπόλεμος κάποτε τελείωσε. Ουδείς απ' το Σύνταγμα βρέθηκε. Ούτε ζωντανός, ούτε νεκρός. Ούτε τάφος, ούτε άταφοι. Ούτε γράμμα, ούτε φωτογραφία, τίποτε. Ούτε οι Τούρκοι είχαν κάτι να αναφέρουν, ανάμεσά τους και ο Κεμάλ Αττατούρκ. Μυστήριο.
Αλυτο έως σήμερα...
Απλώς, μια φορά κι έναν καιρό ένα Σύνταγμα ψυχές, οι Κηπουροί του βασιλιά, χάθηκαν στην ομίχλη...
Αυτοί που απ' τα Μέγαρα του Φόβου διαχειρίζονται τους φόβους που οι ίδιοι προκαλούν, αρχίζουν να φοβούνται...