Στην Ελλάδα η μόνη βιομηχανία που ανθεί είναι αυτή της μεταφοράς ευθυνών. Για κάθε πρόβλημα ποτέ δεν συζητείται μια λύση· πάντα αναζητείται ένας υπεύθυνος. Σπανίζει η αυτοκριτική και περισσεύει η κριτική. Κυρίως προς αόρατες δομές. Παλιότερα για όλα έφταιγαν οι «ξένες δυνάμεις» που μετά μετονομάστηκαν σε «ιμπεριαλισμό» και στις νεότερες εποχές πάντα έφταιγε το «σύστημα» που μετά συγκεκριμενοποιήθηκε στο «πολιτικό σύστημα».
Με το ελληνικό πολιτικό σύστημα δυστυχώς ισχύει η παροιμία «βρήκαμε παπά, να θάψουμε πέντε έξι» ευθύνες κοινωνικών φορέων ή ατόμων.
Πάνω, δηλαδή, στις πραγματικές ευθύνες των πολιτικών φορτώνονται λάθη και παραλείψεις μιας ολόκληρης κοινωνίας ή υποσυστημάτων αυτής. Δεν θα αναφερθούμε στις πρώτες· έχουν γραφτεί τόσα πολλά για τη διαφθορά, τη διαπλοκή, το προνόμιο ασυλίας απέναντι στον νόμο που έχουν βουλευτές και υπουργοί, την προχειρότητα στην παραγωγή νομοθετικού έργου κ. λπ., που είναι κοινός τόπος και σπατάλη χώρου η εκ νέου ανάλυσή τους. Καλό όμως είναι να διακρίνουμε τις πραγματικές παθογένειες του πολιτικού συστήματος (ώστε να απαιτήσουμε τη θεραπεία τους), από τις μεταβιβασθείσες ευθύνες που πρέπει εμείς να διορθώσουμε. Και αυτό διότι η δημιουργία αποδιοπομπαίων συστημάτων μπορεί να είναι ψυχοθεραπευτική, αλλά δεν λύνει προβλήματα. Αντιθέτως· συσκοτίζοντάς τα, τα διαιωνίζει.
Ο ρόλος των ΜΜΕ
Μία από αυτές τις ευθύνες είναι της ενημέρωσης. Ακούγεται συχνά πυκνά ότι «το κράτος δεν ενημέρωσε» ή ότι οι αγρότες κατασπατάλησαν τις επιδοτήσεις διότι ήταν «ανενημέρωτοι» (ότι π. χ. πρέπει να επενδύσουν τα κοινοτικά χρήματα και όχι να τα κάνουν κατανάλωση). Εδώ, όμως, υπάρχει ένα σκοτεινό σημείο το οποίο μπορεί να γίνει επικίνδυνο. Το κράτος δεν ενημερώνει, ανακοινώνει. Η ενημέρωση δεν πρέπει να είναι κρατική υπόθεση (μπορεί να έχει σοβαρές παρενέργειες), αφορά τον κλάδο των ΜΜΕ, αλλά και εκείνους που πρέπει να ενημερωθούν. Αν θέλαμε να σαρκάσουμε, θα λέγαμε ότι το κράτος το παράκανε με την υποβοήθηση της ενημέρωσης. Σκόρπισε αφειδώς λεφτά, ενισχύοντας τις επιχειρήσεις ΜΜΕ και διαφημίζοντας την πραμάτεια του. Ομως η ενημέρωση δεν είναι μια παθητική διαδικασία. Ζούμε σε μια χώρα που έχει τους περισσότερους τίτλους εφημερίδων, χιλιάδες ειδικά έντυπα και την χαμηλότερη αναγνωσιμότητα στον δυτικό κόσμο. Οσο κακές κι αν είναι οι εφημερίδες, για να ενημερωθεί κάποιος πρέπει να τις ανοίγει. Η ενημέρωση δεν είναι σαν την επιφοίτηση. Είναι ενεργητική διαδικασία. Δεν υπάρχει κράτος που να διαβάζει εφημερίδες για λογαριασμό των πολιτών του.
Μεταθέτοντας όμως στο πολιτικό σύστημα την ευθύνη της ενημέρωσης των πολιτών έχουμε πολλές παρενέργειες. Η εμφανής είναι η σπατάλη χρημάτων. Η κρατική διαφήμιση (προς «ενημέρωση του λαού») έρρεε κατά δεκάδες εκατομμύρια. Κάποτε η κρατική «Ολυμπιακή» ήταν υποχρεωμένη να μεταφέρει δωρεάν τις εφημερίδες σε κάθε γωνιά της χώρας. Τώρα όλες οι επιχειρήσεις -και δι’ αυτών οι καταναλωτές- είναι υποχρεωμένες να χρηματοδοτούν τις εφημερίδες με την αναγκαστική δημοσίευση ισολογισμών και ανακοινώσεων. Η αφανής παρενέργεια ήταν η συσκότιση της πραγματικής ευθύνης που έχει μια πολιτεία, δηλαδή της ανακοίνωσης των αποφάσεών της. Απορροφημένοι από το αίτημα να κάνει το κράτος αυτό που είναι υποχρέωση των πολιτών, δηλαδή να ενημερώνονται, δεν συζητούσαμε για το γεγονός ότι το κράτος έθετε τεχνητούς φραγμούς στην πρόσβαση των πολιτών στις ανακοινώσεις του. Μέχρι πριν από μερικούς μήνες για να διαβάσει κάποιος τους νόμους του κράτους έπρεπε να πληρώνει συνδρομή στο Εθνικό Τυπογραφείο. Ετσι, από τη μια μεριά το κράτος σπαταλούσε εκατοντάδες εκατομμύρια για να διαφημίσει τους νόμους του και από την άλλη απέτρεπε τους πολίτες να τους δουν και να τους διαβάσουν. Ζητώντας από το πολιτικό σύστημα να πράξει το ανέφικτο, του επιτρέπαμε να μην εκπληρώνει τις στοιχειώδεις υποχρεώσεις του.
Το πολιτικό κόστος
Η σημαντικότερη, όμως, μετάθεση ευθυνών γίνεται διά της φιλολογίας του πολιτικού κόστους. Δημοσιογράφοι, πολιτικοί, διανοούμενοι ζητούν από τους πολιτικούς να πράττουν χωρίς να υπολογίζουν το πολιτικό κόστος. Αυτό είναι λογικό και θεμιτό όταν το πολιτικό κόστος προέρχεται από μικρές συντεχνιακές ομάδες. Γίνεται παράλογο και αντιδημοκρατικό όταν ζητείται από τους πολιτικούς να πάνε ενάντια στην θέληση της κοινωνίας. Δυστυχώς αυτό που πολλοί ονομάζουν «πολιτικό κόστος» είναι η ίδια η Δημοκρατία. Σε ένα αντιπροσωπευτικό σύστημα οι πολιτικοί δεν εκλέγονται για να εκπροσωπούν την «αρετή», όπως υποκειμενικά την ορίζουν κάποιοι ταγοί. Εκλέγονται για να υλοποιούν τη θέληση της κοινωνίας. Είτε αυτή είναι «καλή», είτε αυτή είναι «κακή». Εδώ γίνεται μια τεράστια μετάθεση ευθύνης απ’ όλους εκείνους που ρητορεύουν περί πολιτικού κόστους. Η αποτυχία ενός ολόκληρου συστήματος (πολιτικών δημοσιογράφων, διανοουμένων, Μέσων Ενημέρωσης) να πείσουν την κοινωνία για τον ορθό δρόμο γίνεται αίτημα να καταλυθεί το «Θεμέλιο του πολιτεύματος [που] είναι η λαϊκή κυριαρχία» (Σύνταγμα, άρθρο 1 παρ. 2)
Λαϊκισμός
Καλώς ή κακώς μια δημοκρατία πραγματώνεται προσεγγίζοντας όσο το δυνατόν περισσότερο τη λαϊκή βούληση, σεβόμενη βέβαια τους δημοκρατικούς θεσμούς. Αυτή η λαϊκή βούληση διαμορφώνεται από τη σύγκρουση διαφόρων απόψεων που υπάρχουν μέσα σε μια κοινωνία. Ο λαϊκισμός δεν ανθεί μόνο γιατί είναι εύκολος. Κυρίως φουντώνει επειδή κυκλοφορεί ανεμπόδιστος. Η ευθύνη, λοιπόν, του πολιτικού συστήματος -ή έστω κάποιων πολιτικών αυτού του συστήματος- έγκειται στο γεγονός ότι τροφοδοτούν αυτόν τον λαϊκισμό και όχι γιατί στο τέλος υλοποιούν τις αποφάσεις του.
Παντού στον δυτικό κόσμο η μάχη δίνεται κατά τη διαμόρφωση των πολιτικών προτάσεων και ουχί όταν αυτές αποκρυσταλλωθούν ως κυρίαρχη άποψη ή γίνουν νόμοι. Λειτουργεί η κοινωνία των πολιτών· φτιάχνονται οργανώσεις πίεσης, επιμορφώνονται οι πολίτες από εθελοντές που πάνε από σπίτι σε σπίτι για να εξηγήσουν τα θετικά ή τα αρνητικά μιας πολιτικής πρότασης, βομβαρδίζονται οι πολιτικοί με γράμματα, μηνύματα, τηλεφωνήματα κ. λπ. Γενικώς, η πολιτική δεν ασκείται μόνο μέσα στο κοινοβούλιο. Υπάρχει και η πίεση των πολιτών. Στην Ελλάδα δυστυχώς μεταφέρουμε και τις ευθύνες της Κοινωνίας των Πολιτών στο πολιτικό σύστημα. Ψηφίζουμε τους πολιτικούς που μας υπόσχονται τα εύκολα και μετά τους εγκαλούμε γιατί δεν υλοποιούν τα δύσκολα. Επιτρέπουμε στον λαϊκισμό να διαμορφώνει την πολιτική ατζέντα και μετά αναρωτιόμαστε γιατί οι... «βουλευτές αντιπροσωπεύουν το έθνος» και αυτό που το έθνος σκέπτεται ή θέλει.
Οι ευθύνες του πολιτικού συστήματος για την κατάσταση που φτάσαμε είναι μεγάλες, αλλά πολλάκις δεν είναι αυτές που του αποδίδουμε. Αν τις ξεχωρίσουμε μπορεί να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα.
Τα ΜΜΕ, η ενημέρωση και οι διαρροές
Ενα από τα μόνιμα παράπονα των Μέσων Ενημέρωσης είναι ότι οι πολιτικοί δεν καταθέτουν προτάσεις, αλλά περιορίζουν τον λόγο τους σε άσκοπη συνθηματολογία. Αυτό είναι εν πολλοίς ακριβές, αλλά πάλι όταν κάποιοι πολιτικοί κατέθεσαν προτάσεις, ποιος τις άκουσε; Και κυρίως: ποιος τις μετέδωσε; Και αν κάποιες φορές μεταδόθηκαν, ποιος δεν τις χλεύασε;
Στο παιγνίδι της μετάθεσης ευθυνών, που χρόνια τώρα παίζεται σ’ αυτή τη χώρα, τα ΜΜΕ έχουν θέση επιθετικού. Κρατούν διαρκώς σηκωμένο το δάχτυλο στο πολιτικό σύστημα «ότι δεν ενημερώνει σωστά τον λαό», ξεχνώντας ότι η ενημέρωση είναι πρωτίστως δική τους δουλειά και όχι των πολιτικών. Κι όμως! Στις χιλιάδες ώρες πολιτικού λόγου που εκστομίζουν κάθε μέρα -στη Βουλή, σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις- αρκετοί πολιτικοί καταθέτουν προτάσεις οι οποίες είτε δεν έχουν στη δημοσιότητα μοίρα, είτε απλώς χλευάζονται. Ας αναλογιστούμε μόνο κάθε πότε βλέπουμε τη Βουλή στα αποκαλούμενα δελτία ειδήσεων. Οποτεδήποτε υπάρξει «ένταση» (ακόμη και για ασήμαντο διαδικαστικό θέμα) ή όταν κάποιος βουλευτής αφήσει «αιχμές» (δι’ ασήμαντον, πάλι, αφορμήν).
Αντιθέτως παλαιότερες προτάσεις π. χ. των αποκαλούμενων «νεοφιλελεύθερων» πολιτικών για μείωση του κράτους στην οικονομία αντιμετωπίζονταν με κραυγές του στυλ «Θέλουν να ξεπουλήσουν την Ολυμπιακή», «απολύσεις στο Δημόσιο, προτείνουν οι ανάλγητοι». Αντί να συζητηθεί κάποια πρόταση, να φωτιστούν τα θετικά και αρνητικά για να δημιουργηθεί το ισοζύγιο και να αποφασίσουμε ψύχραιμα, στο μιντιακό τοπίο κυριαρχούν οι κραυγές. Και αυτό είναι ευθύνη των ΜΜΕ και όχι του πολιτικού συστήματος.
Ενα άλλο παιγνιδάκι μετάθεσης ευθυνών γίνεται διά των διαρροών. Σε όλο τον κόσμο πολιτικοί που δεν θέλουν να πουν τα πράγματα με το όνομά τους μεταφέρουν πληροφορίες στους δημοσιογράφους ανωνύμως. Οι διαρροές αυτές μπορεί να έχουν καλό ή κακό σκοπό. Μπορεί δηλαδή να θέλουν να αποκαλύψουν στους πολίτες πράγματα που γίνονται (π. χ. ολόκληρη η υπόθεση Watergate αποκαλύφθηκε από διαρροές κυβερνητικών αξιωματούχων) ή μπορεί απλώς να παίζουν το προσωπικό τους παιχνίδι (π. χ. να καρφώσουν αντιπάλους). Οι πληροφορίες αυτές, άλλοτε επαληθεύονται και άλλοτε όχι. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε «δημοσιογραφική επιτυχία» και στη δεύτερη «φταίνε οι πολιτικοί που μεταδίδουν ψευδείς πληροφορίες». Η αλήθεια είναι ότι η ευθύνη των πολιτικών απέναντι (μόνο) στους φίλους τους δημοσιογράφους είναι να τους λένε αληθείς πληροφορίες. Η ευθύνη των δεύτερων όμως είναι να τις διασταυρώνουν πριν τις μεταδώσουν. Η ευθύνη για τη μετάδοση μιας πληροφορίας δεν βαρύνει το πολιτικό σύστημα. Ανήκει στα ΜΜΕ, ασχέτως από την πηγή ή τις προθέσεις της.