
Τέτοια παράδοση χρονοκαθυστέρησης δεν υπάρχει στην Ελλάδα, ενώ αντίθετα υπάρχει πληθώρα σοσιαλιστών, και δη κυβερνώντων.
Ούτε Ομπάμα υπάρχει, θα πείτε, αν και οι αγιογράφοι του κ. Παπανδρέου δεν είχαν διστάσει να τον παραστήσουν σαν τον Ευρωπαίο πολιτικό, τον μοναδικό εννοείται, που συναντάται στα ύψη του πρωτοποριακού οραματισμού του με τον Αμερικανό πρόεδρο. Ενα κοινό σημείο, πάντως, το έχουν οι δύο ηγέτες: άρχουν σκίζοντας και πετώντας μια μια τις πίσω τους σελίδες, τις προ εξουσίας, πάνω στις οποίες είχαν γράψει και υπογράψει τα σπουδαία συμβόλαια. Θα πρέπει, ωστόσο, να αναγνωρίσουμε, κι όχι παρωθημένοι από τον ελληνοκεντρισμό μας, ότι ο δικός μας εμφανίζεται ασυναγώνιστος στο ευγενές άθλημα της διγλωσσίας.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τον «διάλογο» και τη «διαβούλευση», που υμνολογούνται από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός. Και τι βλέπουμε; Οσο επιτρέπουν οι τροϊκανοί στον κ. Παπανδρέου να διαβουλευτεί μαζί τους, άλλο τόσο επιτρέπει και αυτός, για να ισοφαρίσει προφανώς, να έχουν κάποιον διάλογο μαζί του, πρώτον, οι αρχηγοί των αντιπολιτευόμενων κομμάτων, δεύτερον, οι λεγόμενοι κοινωνικοί εταίροι, τρίτον, οι ίδιοι οι υπουργοί του και, τέταρτον, οι βουλευτές του κόμματός του, οι οποίοι υποχρεώνονται κάθε τόσο να προβαίνουν στη δημόσια αυτοαναίρεσή τους. Σε όλους εμφανίζει τις ειλημμένες αποφάσεις του, δηλαδή τις εντολές της τρόικας, σαν ανεπίδεκτες αμφισβήτησης, σαν τις πλάκες του Μωυσή. Και οι μεν υπουργοί, με την πολιτική τους επιβίωση στο βάθος του μυαλού τους, αλληλοκαρφώνονται, οι δε βουλευτές του, αδυνατώντας για πολλούς λόγους να τα πουν στον ίδιο, τα λένε στον όποιο πρόχειρο Παπακωνσταντίνου ή στην όποια Κατσέλη. Και τα λένε για ένα-δυο λεπτά βέβαια, κι όχι επί οχτώμισι ώρες. Ισως επειδή ξέρουν ότι και επί ένα εικοσιτετράωρο να μιλούσαν, αφενός θα τα έλεγαν σε ώτα μη ακουόντων και αφετέρου αμέσως έπειτα, κομματικώς συντεταγμένοι, θα ψήφιζαν αυτό που κατήγγελλαν.